υπερισχυρος

υπερισχυρος
    ὑπερίσχυρος
    ὑπερ-ίσχῡρος
    2
    чрезвычайно крепкий, весьма сильный Xen., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπερισχυρος" в других словарях:

  • υπερίσχυρος — ον, Α [ἰσχυρός] (για πρόσ. και για πράγμ.) πανίσχυρος …   Dictionary of Greek

  • ὑπερίσχυρον — ὑπερίσχῡρον , ὑπερίσχυρος exceedingly strong masc/fem acc sg ὑπερίσχῡρον , ὑπερίσχυρος exceedingly strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»